- μαστάρι
- pis
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
μαστάρι — το (Α μαστάριον, Μ μαστάρι και μαστάριν και μουστάρι και μαστάρ ) [μαστός] νεοελλ. 1. ο μαστός τών γαλακτοφόρων ζώων 2. ειρων. μεγάλος γυναικείος μαστός μσν. αρχ. ο μαστός («τὰ μαστάρια τοῑς δικασταῑς ἀπέδειξας», Αλκίφρ.) αρχ. 1. μικρός μαστός 2 … Dictionary of Greek
μαστάρι — το ιού, ο μαστός των θηλαστικών που παράγει γάλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαστάριον — μαστάριον, τὸ (Α) (υποκορ. τού μαστός) βλ. μαστάρι … Dictionary of Greek
μαστός — Αδενικό όργανο, το οποίο στον άντρα είναι υπολειμματικό και μη λειτουργικό, στη γυναίκα όμως αναπτύσσεται πλήρως και αποτελεί το όργανο του θηλασμού. Οι μ. υπάγονται στα όργανα της αναπαραγωγής· το αδενικό τους στοιχείο είναι ορμονοεξαρτώμενο και … Dictionary of Greek